- μώρως
- μωρόςdulladverbialμωρόςdullmasc acc pl (doric)μωρόςdulladverbialμωρόςdullmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μωρῶς — μωρός dull adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρός — ή, ὁ (ΑΜ μωρός, ά, όν, Α αττ. τ. μῶρος, ον, Μ και ἄμωρος, ον) 1. (και ως ουσ. για πρόσ.) ανόητος, κουτός, άμυαλος, ελαφρόμυαλος 2. (για πράγματα ή για ενέργειες) αυτός που δείχνει μωρία ή προέρχεται από μωρία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μωρό (μτφ) … Dictionary of Greek
ՅԻՄԱՐԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0358 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 12c մ. μωρῶς stulte, fatue. Իբրեւ յիմար. յիմարութեամբ. անմտութեամբ. *Ընդէ՞ր կորնչիմք յիմարաբար. Ածազգ. ՟Գ: *ԱՆպատուեալ զյիմարաբար պատուեալն. Յհ. իմ. պաւլ.: *Զմթերս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)